Dora CHOEL épouse Brodsky (1916-1991)
Photographie ci-contre, sans doute prise après guerre, collection Gérard Trokiner, son neveu
———————————————————————————————–
Για τους Έλληνες αναγνώστες μας, μετά από το κείμενο στα γαλλικά παρατίθεται η μετάφραση στα ελληνικά.
—————————————————————————————
Cette biographie est le résultat d’un travail d’atelier mené en 2019 et 2020 par des élèves du lycée Alexandre-Dumas à Saint-Cloud. En plus du dossier documentaire transmis par l’équipe du projet Convoi 77, la biographie repose sur la consultation des archives de la préfecture de police, des registres d’état civil de Saint-Cloud et de Paris, ainsi que d’un entretien avec Gérard Trokiner, neveu de Dora Brodsky. La correspondance de Fortunée Choel est publiée dans le Mémorial des vingt-quatre élèves juives du lycée Jules-Ferry déportées pendant la Seconde Guerre mondiale (1942-1944), publié en 2015 sous la direction de Monique Epelbaum.
Dora Choel est née le 15 mai 1916 à Salonique (actuellement Thessalonique), en Grèce. Elle est la fille de Salomon Abraham Choel, un marchand ambulant (né en 1889) et de Riquetta Magriso (née en 1888). Dora a émigré en France avec toute sa famille, parents, sœurs et frère, pour trouver asile, à une époque où les répressions antisémites se firent de plus en plus régulières. Si la date de l’arrivée en France reste incertaine, on sait néanmoins que Dora a une sœur, Fortunée, née à Salonique 1924 ; elle apparaît ensuite en septembre 1931 dans le fichier de recensement des étrangers, domiciliée rue Lacroix dans le XVIIe arrondissement de Paris et désignée comme vendeuse.
Le 29 juin 1935, Dora Choel épouse Joseph Brodsky, ingénieur immigré juif lui aussi, mais originaire d’Ukraine. Par ce mariage, Dora obtient la nationalité française. Dora et Joseph vivent leurs premières années de mariage rue Nollet dans le XVIIe arrondissement à Paris. Ils achètent ensuite, peu avant le déclenchement de la guerre, un appartement à Saint-Cloud, rue du Calvaire, dans lequel Dora sera arrêtée par la police française en 1944.
Dans un article sur les dénaturalisés de Vichy, l’historien Bernard Laguerre souligne que le groupe des Juifs de Salonique a compté de nombreuses personnes dénaturalisées, y compris des enfants nés en France, et démontre que la dénaturalisation a pu jouer un rôle dans leur déportation. A priori néanmoins, la famille Choel n’a pas fait l’objet de procédure de dénaturalisation.
Dora apparaît dans les archives de la préfecture de police de Paris le 28 février 1942 : un procès-verbal est rédigé car elle a été trouvée dans un lieu public après 20h, en contravention des règles du couvre-feu. C’est cette même année que sa famille, à l’exception d’une de ses sœurs, Mathilde, est déportée à Auschwitz par le convoi 44, regroupant des Juifs d’origine grecque de région parisienne. Le 8 novembre 1942, alors qu’elle vient d’être arrêtée et internée à Drancy, Fortunée, sa petite sœur âgée de 17 ans, écrit une lettre à Dora :
« Ma chère petite Dora,
Tu as dû apprendre par la concierge que nous étions tous arrêtés. Ne te fais pas de mauvais sang. Nous allons assez bien. Maman pleure beaucoup mais nous la consolons tant que nous pouvons.
J’espère que nous ne serons pas séparés. Nous devons être déportés cette après-midi vers une destination inconnue. Mais courage, bientôt nous serons réunis. J’espère qu’à toi il ne t’est rien arrivé, chère grande sœur. Donc au revoir et reçois les baisers de toute la famille. Nous essaierons de vous donner des nouvelles le plus souvent possible.
Signé : Fortunée »
Nous avons peu de renseignements sur la vie de Dora et Joseph Brodsky durant cette période. Son mari Joseph a pu prendre l’identité de son beau-frère Maurice Ciline, parti aux États-Unis avec sa femme Raymonde en 1939. Une autre lettre de Fortunée Choel à sa sœur Mathilde, datée du 6 aout 1942, nous apprend également que « Dora est toujours à la campagne avec son mari. »
Dora est arrêtée à son domicile de Saint-Cloud le 7 juillet 1944[1], le même jour que son mari Joseph, arrêté à Paris. Elle est transférée à Drancy le 10 juillet, avant d’être déportée le 31 juillet par le convoi 77 à Auschwitz. A Drancy elle retrouva Joseph, ainsi que sa sœur Riquetta et son beau-frère Abraham Michon : ils furent déportés ensemble. Dora a d’abord travaillé dans une usine de Birkenau puis à partir de novembre 1944 dans une autre usine à Kratzau (Chrastava, République tchèque), où elle est libérée en 1945 par les troupes soviétiques. Rapatriée en France le 9 juin, Dora est, avec sa sœur et son beau-frère, la seule survivante de sa famille, Joseph étant mort en déportation. Une autre de ses sœurs, Mathilde, a pu échapper à la déportation en se réfugiant dans le sud de la France puis en Espagne et au Maroc.
Après la guerre, Dora s’est installée à nouveau rue du Calvaire et a, pendant plusieurs années, poursuivi des démarches administratives afin que l’État français reconnaisse la mort de son mari en déportation et lui décerne la mention « mort pour la France ». Elle obtint ainsi en 1953 une mince pension comme déportée politique et veuve d’un déporté politique.
Dora avance, se reconstruit et tente de refaire sa vie. Elle donne naissance en 1954 à un fils, René Léon qui décède quelques semaines plus tard. Sans jamais se remarier, elle a fréquenté d’autres hommes après la guerre. Elle qui était vendeuse, a ouvert une papeterie. Dora meurt le 18 mai 1991, à l’âge de 75 ans.
Ses descendants nous ont donné d’elle l’image d’une femme forte et souriante, élégante, toujours dynamique et épanouie, malgré le traumatisme de la déportation.
Les photos proviennent des archives personnelles de Gérard Trokiner, son neveu, sans doute prises après la guerre.
[1] Les archives évoquent également la date du 12 juillet 1944 pour l’arrestation de Dora.
Ντόρα Χοέλ, σύζυγος Μπρόντσκι (1916-1991)
H φωτογραφία απέναντι, που τραβήχτηκε πιθανώς μετά τον πόλεμο, ανήκει στη συλλογή του ανιψιού της Ζεράρ Τροκινέ.
Αυτή η βιογραφία είναι το αποτέλεσμα των εργασιών του εργαστηρίου που πραγματοποιήθηκε το 2019 και το 2020 από μαθητές του γαλλικού Λυκείου Αλεξάντρ Δουμάς στο Σαιν-Κλου. Εκτός από τον φάκελο εργασίας που παρείχε η ομάδα του προγράμματος Convoi 77, η βιογραφία βασίζεται στα αστυνομικά αρχεία, στα ληξιαρχεία του Σαιν-Κλου και του Παρισιού καθώς και σε συνέντευξη με τον Ζεράρ Τροκινέ, ανιψιό της Ντόρας Μπρόντσκι. Η αλληλογραφία της Φορτουνέ Χοέλ δημοσιεύεται στο «Αφιέρωμα στη μνήμη των 24 Εβραίων μαθητριών του Λυκείου Ζυλ Φερρί που απελάθηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1942-1944)»[1], που εκδόθηκε το 2015 υπό τη διεύθυνση της Μονίκ Επελμπάουμ.
Η Ντόρα Χοέλ γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1916 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν κόρη του Σαλομόν Αβραάμ Χοέλ, πλανόδιου πωλητή (γεννημένου το 1889) και της Ρικέτα Μαγκρίσο (γεννημένης το 1888). Η Ντόρα μετανάστευσε στη Γαλλία μαζί με ολόκληρη την οικογένειά της – γονείς, αδελφές και αδελφό – αναζητώντας άσυλο, σε μια εποχή που η αντισημιτική καταστολή όλο και αυξανόταν. Αν και η ημερομηνία άφιξής της στη Γαλλία παραμένει αβέβαιη, γνωρίζουμε ότι η Ντόρα είχε μια αδελφή, τη Φορτουνέ, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1924, της οποίας το όνομα εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο του 1931 στον φάκελο απογραφής αλλοδαπών, με διεύθυνση κατοικίας στην οδό Λακρουά στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού και με καταγεγραμμένη απασχόληση αυτή της πωλήτριας.
Στις 29 Ιουνίου 1935 η Ντόρα Χοέλ παντρεύτηκε τον Τζόζεφ Μπρόντσκι, επίσης Εβραίο μετανάστη, μηχανικό από την Ουκρανία. Από αυτό τον γάμο η Ντόρα απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Η Ντόρα και ο Τζόζεφ πέρασαν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους στην οδό Νολέ στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου αγόρασαν ένα διαμέρισμα στο Σαιν-Κλου, στην οδό Καλβέρ, όπου η Ντόρα συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία το 1944.
Σε ένα άρθρο για τους αποπολιτογραφημένους του Βισύ ο ιστορικός Μπερνάρ Λαγκέρ επισημαίνει ότι η ομάδα των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη περιελάμβανε πολλούς αποπολιτογραφημένους, συμπεριλαμβανομένων παιδιών που είχαν γεννηθεί στη Γαλλία και επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι η αποπολιτογράφηση μπορεί να έπαιξε ρόλο στην απέλασή τους. Εκ προοιμίου, ωστόσο, η οικογένεια Χοέλ δεν υποβλήθηκε σε διαδικασία αποπολιτογράφησης.
Το όνομα της Ντόρας εμφανίζεται στα αρχεία της Νομαρχιακής Αστυνομικής Διεύθυνσης Παρισιού στις 28 Φεβρουαρίου 1942. Συντάχθηκε επίσημη έκθεση, επειδή βρέθηκε σε δημόσιο χώρο μετά τις 8 μ.μ. κατά παράβαση των κανόνων απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Την ίδια χρονιά η οικογένειά της, με εξαίρεση μια από τις αδελφές της, τη Ματίλντ, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς με το Convoi 44, στο οποίο είχαν συγκεντρώσει Εβραίους ελληνικής καταγωγής από την περιοχή του Παρισιού. Στις 8 Νοεμβρίου 1942, έχοντας μόλις συλληφθεί και εγκλειστεί στο Ντρανσί, η Φορτουνέ, η μικρή αδελφή της Ντόρας που ήταν τότε 17 ετών, έγραψε ένα γράμμα στη Ντόρα:
«Αγαπημένη μου Ντορούλα,
Θα πρέπει να έμαθες από τον θυρωρό ότι μας συνέλαβαν όλους. Μην ανησυχείς. Είμαστε αρκετά καλά. Η μαμά κλαίει πολύ, αλλά την παρηγορούμε, όσο μπορούμε.
Ελπίζω ότι δε θα μας χωρίσουν. Θα μας απελάσουν το απόγευμα προς άγνωστο προορισμό. Αλλά κουράγιο, σύντομα θα ξανασμίξουμε. Εύχομαι τουλάχιστον εσένα να μη σου έχει συμβεί τίποτα, αγαπημένη μου μεγάλη αδελφή. Εις το επανιδείν, λοιπόν, και φιλιά από όλη την οικογένεια. Θα προσπαθήσουμε να σας στέλνουμε τα νέα μας όσο πιο συχνά γίνεται.
Υπογραφή: Φορτουνέ».
Έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή της Ντόρας και του Τζόζεφ Μπρόντσκι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο σύζυγός της Τζόζεφ πήρε την ταυτότητα του κουνιάδου του Μορίς Σιλίν, ο οποίος πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη σύζυγό του Ρεϊμόντ το 1939. Από μία άλλη επιστολή της Φορτουνέ Χοέλ προς την αδελφή της Ματίλντ με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1942 μαθαίνουμε επίσης ότι «η Ντόρα βρίσκεται ακόμη στην εξοχή με τον σύζυγό της».
Η Ντόρα συνελήφθη στο σπίτι της στο Σαιν-Κλου στις 7 Ιουλίου 1944[2], την ίδια ημέρα με τον σύζυγό της Τζόζεφ, ο οποίος συνελήφθη στο Παρίσι. Μεταφέρθηκε στο Ντρανσί στις 10 Ιουλίου, πριν απελαθεί στις 31 Ιουλίου με το Convoi 77 στο Άουσβιτς. Στο Ντρανσί η Ντόρα επανασυνδέθηκε με τον Τζόζεφ, καθώς και με την αδελφή της Ρικέτα και τον γαμπρό της Αβραάμ Μισόν, και εκτοπίστηκαν όλοι μαζί. Η Ντόρα αρχικά εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο στο Μπιρκενάου και στη συνέχεια, από τον Νοέμβριο του 1944, σε ένα άλλο εργοστάσιο στο Κρατσάου (Χραστάβα, Τσεχική Δημοκρατία), από όπου απελευθερώθηκε το 1945 από τα σοβιετικά στρατεύματα. Επαναπατρίστηκε στη Γαλλία στις 9 Ιουνίου. Η Ντόρα, μαζί με την αδελφή της και τον γαμπρό της, είναι οι μόνοι επιζώντες από την οικογένειά της από τα στρατόπεδα, καθώς ο Τζόζεφ πέθανε κατά την απέλαση. Η αδελφή της, η Ματίλντ, κατάφερε να διαφύγει και να μην απελαθεί βρίσκοντας καταφύγιο στη νότια Γαλλία και στη συνέχεια στην Ισπανία και το Μαρόκο.
Μετά τον πόλεμο η Ντόρα επέστρεψε στην οδό Καλβέρ και, για αρκετά χρόνια, διεξήγαγε διοικητικές διαδικασίες, για να αναγνωρίσει η γαλλική κυβέρνηση τον θάνατο του συζύγου της κατά την απέλαση και να του απονείμει τον τίτλο του πολίτη που «έπεσε για τη Γαλλία». ΄Ετσι το 1953 τής χορηγήθηκε μια μικρή σύνταξη ως πολιτικά εκτοπισμένης και χήρας πολιτικά απελαθέντος.
Η Ντόρα ξαναβρήκε τον εαυτό της και προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Το 1954 γέννησε έναν γιο, τον Ρενέ-Λεών, ο οποίος πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα. Κατά τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής της έκανε σχέσεις αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε. Με την προηγούμενη εμπειρία της ως πωλήτριας άνοιξε ένα χαρτοπωλείο. Η Ντόρα πέθανε στις 18 Μαΐου 1991 σε ηλικία 75 ετών.
Οι συγγενείς της μάς έδωσαν την εικόνα μιας δυνατής, χαμογελαστής, κομψής γυναίκας, που ήταν πάντα δυναμική και χαρούμενη, παρά το τραύμα της απέλασης.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Ζεράρ Τροκινέ, του ανιψιού της, και τραβήχτηκαν πιθανότατα μετά τον πόλεμο.
[1] Mémorial des vingt-quatre élèves juives du lycée Jules-Ferry déportées pendant la Seconde Guerre mondiale (1942-1944)
[2] Τα αρχεία αναφέρουν επίσης την 12η Ιουλίου 1944 ως ημερομηνία σύλληψης της Ντόρας.
Joli travail ! Je me permets d’ajouter, pour les personnes que cela intéresserait, que Dora a perdu en déportation Léon (Juda ou Yuda Léon) CHOEL, son frère né en 1922, Allègre (née en 1920) et Fortunée (née en 1924) CHOEL, ses sœurs, ainsi que ses parents, évoqués dans la biographie. Ces 5 personnes résidaient officiellement 36, rue Lacroix dans le XVIIe arrondissement de Paris.